μορμολύκειο

μορμολύκειο
το
(ΑΜ μορμολύκειον και μορμολυκεῑον) [μορμολύκη]
προσωπίδα, μάσκα που παρίστανε το μυθολογικό τέρας Μορμώ και με την οποία οι αρχαίοι Έλληνες φόβιζαν τα παιδιά, σκιάχτρο, φόβητρο, μπαμπούλας
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) πολύ άσχημος άνθρωπος
αρχ.
φρ. «μορμολυκεῑον κωμῳδικόν» — κωμική μάσκα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μορμολύκειο — το 1. τρομαχτικό τέρας, σκιάχτρο, μπαμπούλας. 2. μτφ., άσχημος και βρομερός γέροντας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μορμώ — Τέρας της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, φόβητρο των μικρών παιδιών. Στην παράδοση είναι επίσης γνωστή ως Λάμια (βλ. λ.) ή Έμπουσα (βλ. λ.). Από το όνομά της Μ. προήλθε και το μορμολύκειο, προσωπίδα που τη χρησιμοποιούσαν στην αρχαία Ελλάδα για να …   Dictionary of Greek

  • μορμολυκία — και μορμολυκεία, ἡ (Α) [μορμολύττομαι]. μορμολύκειο …   Dictionary of Greek

  • μορμολύκη — η (Α μορμολύκη και δωρ. τ. μορμολύκα) νεοελλ. ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας carabidae αρχ. μορμολύκειο. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. μορμολύττομαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”