- μορμολύκειο
- το(ΑΜ μορμολύκειον και μορμολυκεῑον) [μορμολύκη]προσωπίδα, μάσκα που παρίστανε το μυθολογικό τέρας Μορμώ και με την οποία οι αρχαίοι Έλληνες φόβιζαν τα παιδιά, σκιάχτρο, φόβητρο, μπαμπούλαςνεοελλ.(κατ' επέκτ.) πολύ άσχημος άνθρωποςαρχ.φρ. «μορμολυκεῑον κωμῳδικόν» — κωμική μάσκα.
Dictionary of Greek. 2013.